ἀκροατηρίου

ἀκροατηρίου
ἀκροᾱτηρίου , ἀκροατήριον
place of audience
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • προσομιλώ — έω ΜΑ [ὁμιλῶ] μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω μσν. εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.) 2. συνομιλώ με κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

  • πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β …   Dictionary of Greek

  • ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλς, Άντριου Τζον — (Andrew John Wiles, Κέιμπριτζ 1953 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε το 1974 από το κολέγιο Μέρτον της Οξφόρδης και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1980 από το Κέιμπριτζ, για την εργασία του στις ελλειπτικές καμπύλες. Συνέχισε τις… …   Dictionary of Greek

  • Κέιτζ, Τζον — (John Cage, Καλιφόρνια 1912 – Νέα Υόρκη 1992). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Θεωρείται ο σημαντικότερος συνθέτης μουσικής αβανγκάρντ του 20ού αι., μαζί με τον Άρνολντ Σένμπεργκ. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στο κολέγιο Πομόνα με την επιθυμία να… …   Dictionary of Greek

  • Μανρίκε, Χόρχε — (Jorge Manrique, Παρέδες δε Νάβα 1440; – Γκαρθί Μουνιόθ 1479). Ισπανός ποιητής. Ήταν γιος του δον Ροδρίγο, μεγάλου Μαγίστρου του Στρατιωτικού Θρησκευτικού Τάγματος του Σαντιάγο. Κατατάχτηκε στον στρατό σε νεαρή ηλικία και σκοτώθηκε πολεμώντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”